σπειρ(ο)-

σπειρ(ο)-
Ν
χημ. πρόθημα που υποδηλώνει την ύπαρξη σπειρανικής δομής στο μόριο μιας οργανικής χημικής ένωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. spir(o)- < λατ. spira < σπείρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”